-
1 чаша
-и θ.1. παλ. κύπελλο (ημισφαιρικού σχήματος). || οποιοδήποτε αγγείο κυκλικού σχήματος•чаша весов ο δίσκος της ζυγαριάς.
2. βλ. чашка (4 σημ.).εκφρ.выпить, испить, пить) горькую -у – πίνω το πικρό ποτήρι (περνώ, μεγάλα βάσανα, πίκρες και φαρμάκια)•переполнилась чаша терпения – ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής (απηύδησα πλέον)•сия (эта) минует кого – κάποιος αποφεύγει το ποτήρι (το κακό, το δυσάρεστο). -
2 чашка
1. тех. το δοχείο 2. (для питья) η κούπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чашка
-
3 перетянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω.2. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.3. (προσ)ελκύω, προσηλυτίζω•перетянуть на свой сторону τραβώ με το μέρος μου.
4. (τυπογρ.) μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, από μια σελίδα σε άλλη.5. παρασφίγγω σφιχτοδένω.6. ξανατεντώνω.7. παρατεντώνω.8. βαρύνω, γέρνω, κλίνω•левая чаша весов -ла ο αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε.
|| υπερτερώ, νικώ στην έλξη.9. μαστιγώνω.1. ζώνομαι σφιχτά.2. τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη.